- τηλικαύτα
- τηλικαύτᾱ , τηλικοῦτοςof such an agefem nom/voc/acc dualτηλικαύτᾱ , τηλικοῦτοςof such an agefem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τηλικαῦτα — τηλικοῦτος of such an age neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλικαύτας — τηλικαύτᾱς , τηλικοῦτος of such an age fem acc pl τηλικαύτᾱς , τηλικοῦτος of such an age fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλικαῦθ' — τηλικαῦτα , τηλικοῦτος of such an age neut nom/voc/acc pl τηλικαῦται , τηλικοῦτος of such an age fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλικαῦτ' — τηλικαῦτα , τηλικοῦτος of such an age neut nom/voc/acc pl τηλικαῦται , τηλικοῦτος of such an age fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλικαύταν — τηλικαύτᾱν , τηλικοῦτος of such an age fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Bardiglio — Le Bardiglio (de l espagnol [1] pardillo, diminutif de pardo ; gris) est un marbre constitué de calcaire saccharoïde, aux tonalités grises ou bleuâtres, caractéristique principalement des alpes Apuanes. Il se trouve aus … Wikipédia en Français
κάμαξ — κάμαξ, ακος, ὁ, ἡ (AM) μσν. το οριζόντιο μακρύ ξύλο τού κλουβιού, πάνω στο οποίο κουρνιάζουν όρνιθες αρχ. 1. πάσσαλος στον οποίο στήριζαν τα κλήματα 2. κάθε μακρύ ξύλο, κοντάρι («ὁ κάμαξ πεύκης», Αισχύλ.) 3. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) ὁ κάμαξ το … Dictionary of Greek
τηλικούτος — τηλικαύτη, τηλικοῡτον, Α 1. τέτοιας ηλικίας, τηλικόσδε* (α. «διδάσκεσθαι βαρὺ τῷ τηλικούτῳ», Αισχύλ. β. «ὅν, εἰ καὶ τηλικοῡτον ὄντα ἀπεκτείνατε», Λυσ.) 2. τόσο μεγάλος, ως προς το μέγεθος, το ποσόν ή την αξία (α. «ἡ τηλικαύτη ἀρχή», Πλάτ. β.… … Dictionary of Greek